- βάσταχας
- βάσταχας· τοὺς τραχήλους ([dialect] Boeot.), and [full] βασταχάζει· τραχηλίζει, Hsch. (βαστρ- cod.):—also [full] βάστραχες, [dialect] Boeot.,A = οἱ τράχηλοι, and [full] βαστραχαλίσαι, = τραχηλιάσαι, EM191.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.